αγκαθιώνας

αγκαθιώνας
ο место, заросшее колючим кустарником

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγκαθιώνας" в других словарях:

  • αγκαθιώνας — ο [αγκάθι] τόπος γεμάτος αγκάθια …   Dictionary of Greek

  • αγκαθιώνας — ο τόπος γεμάτος αγκάθια: Βρέθηκαν σ έναν τέτοιο αγκαθιώνα που δυσκολεύτηκαν να βγουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • αγκαθότοπος — ο και τόπι, το ο αγκαθιώνας* …   Dictionary of Greek

  • ακανθών — ἀκανθών, ο (Α) [ἄκανθα] τόπος με φυτά που έχουν αγκάθια, αγκαθιώνας, αγκαθότοπος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»